Γιώργος Τζεραβίνης – Συννεφιά στη ζωή μας!

«Συννεφιασμένη Κυριακή μοιάζεις με την καρδιά μου, 

που έχει πάντα συννεφιά, Χριστέ και Παναγιά μου…»

Ακούµε το τραγούδι µε όλη του την απλότητα και την οµορφιά που παραλληλίζει τη συννεφιά µε την πίκρα και την µελαγχολία. Πραγµατικά, πόση µελαγχολία δεν κρύβει ένας συννεφιασµένος ουρανός, σε πόσες σκέψεις ροµαντικές και νοσταλγικές δεν µας οδηγεί το αντίκρισµά του!

Toυ ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΖΕΡΑΒΙΝΗ
Καθηγητή – Από τη στήλη “Επίκαιροι Σχολιασμοί” στον “ΤΥΠΟ ΤΗΣ ΑΙΓΙΑΛΕΙΑΣ”

Η συννεφιά δίνει στον κόσµο µια όψη βαριά, δίνει στα πράγµατα που µας περιβάλλουν µια εικόνα µελαγχολική. Η µελαγχολία, όταν κατακτά τη ζωή µας, δίνει στον ψυχικό µας κόσµο µια άλλη µορφή, τον διαπλάθει µε τα µουντά της χρώµατα.

Στη συννεφιά η αναµονή της βροχής, τα µαύρα σύννεφα που µετακινούνται αργά και απειλητικά στον ουρανό, η σκοτεινιά και η ακαθόριστη γραµµή του ορίζοντα θυµίζουν τις σκέψεις ενός µελαγχολικού ανθρώπου, την αδυναµία του για δράση, τη βαριά και µουντή του διάθεση, το λυπηµένο του βλέµµα, που δεν το ζωηρεύει η χαρά της ζωής.

Ο ήλιος της συννεφιάς που κρύβεται πίσω από τους µαύρους, ακατέργαστους όγκους σύννεφων, το αδιάκοπο κυνηγητό των ακτίνων που µόλις βρουν ευκαιρία – πολυσπάνια – δίνουν φως και ζωή στη συννεφιά, µοιάζουν µε τη λιγοστή και φευγαλέα χαρά του µελαγχολικού ανθρώπου. Η µελαγχολία κρύβει τον ήλιο της χαράς, το φως της ζωής µε τα πυκνά σύννεφα της θλίψης, κι όπου κάποτε αγχνοφαίνεται τ’ όµορφο χαµόγελο της ζωής, όπου µια γελαστή ηλιαχτίδα κάνει δειλά την εµφάνισή της, µια σκέψη σαν µαύρο σύννεφο έρχεται αργά να τη σκεπάσει. Η χαρά περιµένει καρτερικά να περάσει το σύννεφο της θλίψης, για να λάµψει πάλι στο δικό της καθάριο και καταγάλανο ουρανό, για να παίξει µε τη ζωή  το αδιάκοπο παιχνίδι της.

Όταν τα σύννεφα συγκεντρωθούν βαριά από τη βροχή που κρύβουν στα σπλάχνα τους, τότε ο καιρός ξεσπά και η µπόρα ποτίζει τους αγρούς, πέφτει πάνω στις στέγες.

Όταν η µελαγχολία και η θλίψη βαρύνουν την καρδιά του ανθρώπου, τότε η πίκρα ανεβαίνει στα µάτια, ο εαυτός µας ξεσπά σε λυγµούς και δάκρυα τρέχουν στα µάγουλά µας σαν ανακούφιση, σαν ευλογία. Σε λίγο η ψυχή µας ξαλαφρωµένη θέλει να στείλει ένα δειλό χαµόγελο στη ζωή, θέλει να στηλωθεί στα πόδια της και ν’ αντικρίσει κατάµατα το φως. Ο ουρανός καθαρίζει από τα µαύρα σύννεφα, η µυρωδιά της βρεγµένης γης ανταµώνεται µε τις πρώτες δειλές µα χαρωπές ακτίνες του ήλιου και οι αγροί ανασαµένοι από τη δίψα και την ξηρασία βάζουν µπρος τις δυνάµεις της φύσης, για να παραδόσουν στον άνθρωπο µπόλικη και πλούσια την καινούργια σοδειά. 

Ο άνθρωπος ξεφεύγοντας από τα δεσµά της µελαγχολίας αγκαλιάζει δειλά, µα γεµάτος ελπίδα και όνειρα τη ζωή κι αµέσως γεµάτος από το πλούσιο νόηµά της, δραστηριοποιείται, εργάζεται σκληρά, αγωνίζεται για να καλυτερεύσει τη ζωή του, να δηµιουργήσει.

Ο χαµογελαστός ήλιος του απόβρεχου ανατέλλει στον ουρανό της µελαγχολίας και ο άνθρωπος βρίσκει τη δύναµη να αντιµετωπίσει µε τη δηµιουργικότητα τη θλίψη του.

Η µελαγχολία και η συννεφιά έχουν πολλά κοινά σηµεία η µία είναι συννέφιασµα της ψυχής κι η άλλη µελαγχολία του ουρανού. Και οι δύο κάποτε τελειώνουν για να δώσουν τη θέση τους στο γελαστό ήλιο της χαράς, στο ουράνιο τόξο που στεφανώνει πολύχρωµα την ψυχή µας και τον κόσµο ολόκληρο.

Υ.Γ.: Το θέµα µου είναι αλληγορικό και αφιερώνεται στο ΣΥΡΙΖΑ για το  “ΒΑΤΕΡΛΩ” του στις εκλογές στις 25/6/2023