Στάθης Θεοδωρακόπουλος: “Το Αίγιο που χάνεται – “Η ΚΡΕΑΤΑΓΟΡΑ – ΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ”

Γράφει ο ΣΤΑΘΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ τ. Δήμαρχος Αιγιάλειας

Του ΣΤΑΘΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, τ. Δημάρχου Αιγιάλειας

Τα τελευταία χρόνια έπαψε το ∆ηµοτικό Συµβούλιο να συνεδριάζει στο τόπο του ∆ηµαρχείου και για αρκετά χρόνια µετά οι συνεδριάσεις µεταφέρθηκαν στο αίθριο του Μουσείου, εκεί στην κατηφόρα της Αγίας Ανδρέου µέσα στο κέντρο του κτιρίου…….

Όλοι εµείς οι προεστοί ……!!!!! ατελείωτες ώρες, συνήθως νυκτερινές, προσπαθούσαµε να τετραγωνίσουµε τον κύκλο µε αψιµαχίες και αντεγκλήσεις κι εδώ κι εκεί και καµιά καλή ιδέα. Καθώς δε οι ατέρµονες πολυλογίες και οι µονόλογοι δεν έλεγαν να τελειώσουν, αµήχανα περιεργαζόµουνα την αίθουσα γύρω. Ξαφνικά ξέφυγα στον χρόνο και σαν όραµα ήρθε στο νου µου εκείνος ο παλιός τεράστιος χώρος, που ήταν χωρισµένος µε σιδερένια χωρίσµατα σε µαγαζιά-κρεοπωλεία. Ήταν 18 µε 20 απ’ ότι υπολόγισα. 

Έτσι θυµήθηκα εκείνη την πρώτη επίσκεψή µου εκεί, παιδί 6-7 χρονών, στις αρχές της δεκαετίας του ’50.

Όταν ένα βράδυ Σαββάτου ο πατέρας µου κρατώντας µε από το χέρι µε πήγε πρώτα στο βιβλιοπωλείο του Γιώργη του Παπαδηµητρίου και µετά πιο κάτω στην κρεαταγορά για ν’ αγοράσουµε κρέας, θυµήθηκα που περνώντας την σιδερένια πόρτα του Μουσείου, τροµοκρατήθηκα από τις φωνές και το αδιαχώρητο από ανθρώπους. Πανικοβλήθηκα όταν είδα εκείνους µε τις άσπρες ποδιές να φωνάζουν όλοι µαζί δεξιά και αριστερά ,κρατώντας µαχαίρες στα χέρια, άλλοι να τροχίζουν µε τα µασάκια τα χασαποµάχαιρα, τα οποία εσύριζαν  κι άλλοι να τεµαχίζουν τα σφαχτά  πάνω σε µεγάλα και ξύλινα τραπέζια.

Μικρά παιδιά µ’ ένα περίεργο δερµάτινο βούρδουλα, που στην άκρη είχε µια φούντα µε τρίχες για να σηµαδεύουν τις µύγες που πήγαιναν στα κρεµασµένα από τα τσιγκέλια κρέατα και να τις σκοτώνουν πάνω στο κρέας …!!!!! Στη µέση της αίθουσας ήταν διαµορφωµένο ένα πέτρινο αυλακάκι, στο οποίο έτρεχε το αίµα µαζί µε νερό. Ο χώρος ήταν κλειστός και ψηλοτάβανος και γινόταν αντίλαλος και δεν µπορούσες ν’ ακούσεις ξεκάθαρα τί ο καθένας φώναζε. Όλο το Αίγιο ήταν εκεί αφού εκεί ήταν ο µόνος χώρος  από τον οποίο µπορούσες ν’ αγοράσεις κρέας. Έτσι και καθώς περί τις 5000 οικογένειες ήθελαν ν’ αγοράσουν κρέας για την Κυριακή µπορεί να φανταστείς τον συνωστισµό. Η µάχη για τον πελάτη ήταν σώµα µε σώµα αφού οι µπροστινοί σε τράβαγαν προς το µαγαζί τους και οι απέναντι σε φώναζαν………!!!! Λίγα σφαχτά ο κάθε χασάπης, γιατί βλέπεις ακόµα δεν είχαν ανακαλυφθεί τα ψυγεία, και κάθε χασάπης έσφαζε τόσο ζώα, όσα θα µπορούσε να πουλήσει γιατί εάν έµεναν θα χαλούσαν.

Η εικόνα θύµιζε κάτι από την κόλαση του ∆άντη. Πίστεψα ότι δεν θα έβγαινα από κει ή ότι θα χανόµουν γι’ αυτό είχα πιαστεί γερά από το σακάκι του πατέρα µου. Προχωρώντας προς το τέλος της αίθουσας είδα ανθρώπους (ήταν οι χαµάληδες) που κουβαλούσαν στους ώµους σφαγµένα ζώα, τα οποία ανέβαζαν από το καλντερίµι των σφαγείων που ήταν πίσω από το σπίτι  του Γεράσιµου Παρίση κάτω από την Τεµπελόραχη και να φωνάζουν δυνατά ¨Λερώνει¨….¨Προσοχή λερώνει¨….. Τ’ ακουµπούσαν στα χασάπικα και τότε άρχιζε η διαφήµιση µε φωνές ¨Πάρτε γίδες από τη Ρούµελη……. 26 τα χοντρά……κεφάλια τραίσια,-5 φράγκα το ένα,  πάρ’ τε µοσχαροκέφαλα…..¨, φώναζε ένας στο βάθος. ¨Η γλώσσα στιφάδο, τα µάγουλα γκιούλµπασι και τα µυαλά τηγανητά…!!!! Πάρτε πατσές τραίσες, αγριόγιδα απ’ τη Ρούµελη και γουρούνι σπιτικό. Πάρτε νεφραµιά µε ξίγκι…..¨ – γιατί τότε οι οικογένειες έτρωγαν κρέας µόνον Κυριακή και ζητούσαν νεφραµιά για να χορταίνουν τα παιδιά γιατί ήταν πολλά σε κάθε σπίτι και δεν λίγδωνε το άντερό τους, όπως έλεγαν.

Και µου ’ρθαν στα µάτια όλοι εκείνοι οι Χασάπηδες-νέα παιδιά τότε- πετούσαν το κρέας µε δύναµη πάνω στην παλάτζα για να βγαίνει πιο βαρύ και µπέρδευαν τα ζύγια ……!!!!! 

Θυµήθηκα όλους εκείνους στην σειρά… Τους Γαλανοπουλαίους, τον Σπύρο, τον Γιάννη, το οµορφόπαιδο τον Τάκη τον Σκαµνά, τον Πρόεδρο του Πανιγιαλείου που έφυγε νωρίς….Αριστερά τον ∆αλαµάγκα να φωνάζει  ¨…36 τα παχειά…¨ µε τον ∆ηµητράκη τον Γαλανόπουλο. Τον Γαλάκη, τον Γιάννη τον Φάκο, τον Ντίνο τον Τριανταφυλλόπουλο, τον Σακαλή, τον Τριτσοβόλη, τον Χρήστο τον µικρό τον Φωτόπουλο, τον Χρήστο τον ∆ηµουλά, τον ∆ήµο τον Καρκαλη, τον Ζώη τον Σχίζα, τους Μαρκόβηδες, τους Νικολοπουλαίους. Γύρω στα τριάντα τους τότε. Όλοι µε άσπρες ποδιές, οι οποίες όµως γινόσαντε κατακόκκινες αφού σκούπιζαν από πάνω τους τις µαχαίρες µε το αίµα. 

Αλλά δεν µπορώ να ξεχάσω και τους χασάπηδες που στεγάζονταν εδώ ψηλά, κοντά στα Ψηλά Αλώνια, στη µικρή κρεαταγορά, που ήταν στην αρχή της Ρωµανιώλη αριστερά. Τους φίλους µου, τον Μήτσο και τον Σπύρο τους Χρυσανθόπουλους, τον Μπερούκα και τον γέρο Σταθακόπουλο. Έδιναν τροφή και χαρά σε όλους µας αφού το φαγητό µε κρέας ήταν η µοναδική απόλαυση στους Έλληνες τότε. Ήταν τότε που ο κόσµος δεν είχε χρήµα για κρέας κι έτσι δεν είχε ανακαλυφθεί η χοληστερίνη.

Ο πατέρας µου ψώνισε κι εγώ πίσω του να µην χαθώ .

Εκέινη η επίσκεψη έµεινε για χρόνια στη θύµηση µου. 

Εκεί λειτούργησε η κρεαταγορά επί 70 περίπου χρόνια, από τα τέλη του 19ου αιώνα µέχρι το 1958 µε 1960 περίπου. Χτίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα επί ∆ηµαρχίας Κανελλόπουλου, ο οποίος επέλεξε τον καλύτερο αρχιτέκτονα της εποχής του, τον Τσίλερ, ο οποίος έφτιαξε την Φανερωµένη και τα Εισόδεια συγχρόνως. Η κρεαταγορά έγινε µε την φιλοσοφία και τη νοµοθεσία της εποχής εκείνης, κλειστή µε δύο πόρτες µόνον ώστε να υπάρχει έλεγχος αγορανοµικός, κυρίως υγειονοµικός και φορολογικός. Έτσι δεν ξέφευγε κανένας παράνοµος. 

Και µετά ήρθε η ηρωική έξοδος….

Μου διηγείτο ο δικηγόρος, ο κυρ Κώστας ο Μακαρίτης, ότι έβαλε τον Τριτσοβόλη ν’ ανοίξει χασάπικο εκτός της αγοράς, τον πήραν αυτόφωρο στην Πάτρα, όπου εκεί και µε ∆ικαστή, παλιόφιλο του κυρ Κώστα από τον πόλεµο της Μικράς Ασίας, ν’ αποφαίνεται ότι ήταν αντισυνταγµατικός ο νόµος που απαγόρευε την λειτουργία κρεοπωλείου εκτός της κρεαταγοράς. Το γεγονός πανηγυρίστηκε δεόντως. Ξεκίνησε ποµπή από την Καλλιθέα µε γιορτές και νταβούλια, µε τους Μακαρίτη και Τριτσοβόλη να διασχίζουν όλο το Αίγιο µέσω της Μητροπόλεως µέχρι τον κάτω Συνοικισµό. Στη διαδροµή προστέθηκαν και όλοι οι λοιποί χασάπηδες κι έγινε πανηγύρι.

Μετά η κρεαταγορά ερήµωσε αφού την εγκατέλειψαν όλοι οι χασάπηδες κι έκλεισε για χρόνια. Ώσπου ο αείµνηστος ∆ήµαρχος, Γεώργιος Παναγόπουλος, ξεκίνησε την προσπάθεια να γίνει µουσείο. Κι έγινε….

Συνέχισαν το έργο του οι Μέγαρης και Σιαβελής κι όλες οι πολιτικές παρατάξεις. Μας βοήθησε η Μελίνα Μερκούρη, Υπουργός Πολιτισµού, αλλά και όλοι οι βουλευτές και υπουργοί µας. 

Κάποιος από δίπλα µε σκούντησε και µου είπε ¨έχεις το λόγο για το ιστορικό κέντρο¨

¨Εκεί ήµουν τόση ώρα, του είπα, και σε λίγο τελειώνει η περιπλάνησή µου¨.

∆εν ήθελα να µε διακόψουν γιατί θα έχανα την συνέχεια στον χρόνο και τις φυσιογνωµίες, που είχα συγκεντρώσει και συγκρατήσει στο µυαλό µου µέχρι σήµερα. Μια οµάδα γνωστών σε όλους, φίλων επαγγελµατιών, που δεν υπάρχουν πια κι ένας κόσµος µε άλλες συνήθειες και άλλες συµπεριφορές.

¨Αυτός ο άνθρωπος-µου είπε ο αναπαλαιωτής µηχανικός του Μουσείου για τον Τσίλερ- ήταν µάγος. Ζωγράφιζε, σχεδίαζε και εκτελούσε. Ήταν Αρχιτέκτονας Μηχανικός και αρχιµάστορας αφού έχτιζε κιόλας ο ίδιος τα κτίριά του¨.

Νοµίζω ότι αξίζει να θυµόµαστε…. 

Από την έντυπη έκδοση “ΤΥΠΟΣ ΤΗΣ ΑΙΓΙΑΛΕΙΑΣ” 16/9/2021