Κώστας Βελαώρας: “Χτενίζεται, άμα είναι αχτένιστη”

Αυτοί είμαστε κι άμα αρέσουμε! Εννοώ, οι Έλληνες. Εύκολα φουσκώνουμε κι εύκολα ξεφουσκώνουμε. Και στα μικρά και στα μέγιστα. Εύκολα περνάμε από τον Χριστό στον Βαραββά και αντίστροφα. Εύκολα εκτρέφουμε προσδοκίες που δείχνουν ανέφικτες. Κι εύκολα, επίσης, παραφράζουμε την πραγματικότητα. Κι εύκολα στο ασήμαντο δίνουμε εθνική διάσταση. Έτσι, συνέβη και το αλλόκοτο, δηλ. ένα χασμουρητό να αντιστοιχισθεί με

Του Κώστα Βελαώρα
Από τη στήλη “Εγώ σου λέω τον πόνο μου,
κι εσύ μου γράφεις «γράψ΄ τα», στην εφημερίδα “ΤΥΠΟΣ ΤΗΣ ΑΙΓΙΑΛΕΙΑΣ”

συλλογικές συμβολικές προσλαμβάνουσες, να του χρεωθεί εθνικό αποτύπωμα και να εκτεθεί σε καταιγιστικό ερμηνευτικό ή στεφάνωμα ή μαστίγωμα. Και,προπαντός, να συνεισφέρει αφθονία αναλύσεων στη δημοσιογραφική και στην παραδημοσιογραφική κοινότητα. Ένα χασμουρητό! επαναλαμβάνουμε.

Αναφερόμαστε προφανώς στη Γιουροβίζιον και στην ελληνική συμμετοχή, όχι όμως στο ωδικό της υποθέσεως, αλλά στο γνωστό παρατράγουδο.  Και για να μπούμε στο ψητό: Δηλαδή, από τη Μαρίνα Σάττι τι περιμέναμε; Ξαφνικά να γίνει προφέσορας; Ν’ ανοίξει το στόμα και να τρέξει η σοφία από τα μπατζάκια της; Η κοπέλα έκανε αυτό που ήταν στη δική της εμβέλεια: άνοιξε το στόμα και χασμουρήθηκε. Πού είναι το παράξενο; Συνειρμικά, θυμάμαι τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, τον πρεσβύτερο, που κάποια φορά ερωτηθείς – δημοσιογραφικά και καθ’ οδόν – επί τινος θέματος, στάθηκε βουβός για καμιά εικοσαριά δευτερόλεπτα, και μετά προχώρησε, δηλ. αποχώρησε. Αυτό ήταν! Με αντικείμενο τη σιωπή Καραμανλή και το είδος μηνύματος που από αυτήν δήθεν εξεπέμπετο, γράφτηκαν και ειπώθηκαν περισσότερα κι από το Κυπριακό που ΄ταν τότε στην επικαιρότητα, καθώς ακόμα ήταν νωπή η τουρκική εισβολή του ’74 και αυτή κατεξοχήν λογιζόταν ως το μείζον προκείμενο. Τώρα, αν και είναι ιεροσυλία ν’ αντιπαραβάλουμε τη Μαρίνα Σάττι με σημεία ιστορικής πολιτικής βαρύτητας, ωστόσο εντάσσεται κι αυτό το επεισόδιο στον παραπάνω εθνικό μας ατυχή μονόλογο.

Σ’ αυτόν δηλ. που αβασάνιστα υποδαυλίζουμε και υπερτονίζουμε σκηνές που δεν έχουν κανένα μέγεθος, και μετά αυτοφλεγόμαστε. Σ’ αυτόν που με κέρινα φτερά ανεβαίνουμε στη θερμόσφαιρα, όπως ο Ίκαρος, και, μόλις καούν, ο βασιλιάς μένει ολόγυμνος. Όπως στο παραμύθι του Άντερσεν. Αλλά, ενώ εκεί η αποκάλυψη της αλήθειας φέρνει κάθαρση, εμείς μένουμε εσαεί στην εθνική μας ψευδαίσθηση.

Μέσα σ’ αυτήν τη θολούρα της ψευδαίσθησης, ονοματίσαμε (οι φωστήρες των ΜΜΕ, εννοώ, και οι κολαούζοι τους, ου μην αλλά και οι κομματικοπολιτικές φαιδρότητες) μια καλοκακομαθημένητριανταεφτάχρονη, με πρόδηλη όμως εφηβική διάθεση και ανώριμη περί του κόσμου ανάγνωση, καθρέφτη του έθνους μας κι ελληνική γενικώς εκπροσώπηση.

Από πού κι ώς πού; Ούτε η Ελλάς το ανέχεται, αλλά ούτε κι η Μαρίνα το ζήτησε. Δε ζήτησε να εμφανιστεί με μιαν άλλη ταυτότητα. Δε ζήτησε να υποκριθεί πως δεν είναι αυτή που φαίνεται. Δε ζήτησε να υπερβεί το ύψος της. Άλλοι επέμεναν να υποδυθεί ρόλο που η ίδια δε γούσταρε. Τούτων ούτως εχόντων, το χασμουρητό της Μαρίνας, πολύ περισσότερο από το πολιτικό “μήνυμα”, εξέπεμπε άρνηση αποδοχής του ρόλου που αυθαιρέτως της απέδιδαν. Είναι σα να έλεγε: «Αφήστε με, σας παρακαλώ, να είμαι ο εαυτούλης μου! Γιατί μου φορτώνετε εθνικά σύμβολα; Τι δουλειά έχω εγώ με τα συλλογικά οράματα; Τι δουλειά έχω εγώ με το συλλογικό ασυνείδητο; Τι δουλειά έχω εγώ με κόκκινες γραμμές και πολιτικές ορθότητες; Τι δουλειά έχω με τη σημειολογία της κίνησης; Τι δουλειά έχω με τις θεωρίες περί των προθέσεων; Γιατί με εμπλέκετε στο “εμείς” και στα γενικότερα; Εγώ είμαι μόνον εγώ κι αυτό που φαίνομαι: φιλόδοξη αοιδός και ερωτικός εαρινός ανθόκηπος. Αυτά είναι το φόρτε μου.

Συνεπώς: θα χασμουριέμαι άμα λάχει κι όποτε μού ’ρχεται, θα τον … ψιλοπαίρνω όταν κλείνουν τα μάτια μου, και θα … χτενίζομαι άμα είμαι αχτένιστη. Τόσο απλά! Σιγά μη ζητάω την άδεια σας!». Να το σχολιάσουμε; Δε νομίζω πως χρειάζονται σχόλια. Ορθότατη!