Ποιος άνοιξε την πόρτα;

Εσχάτως, στον δημοτικό κινηματογράφο «Απόλλων» προβλήθηκε η ταινία «Καλάβρυτα ’43». Πρόκειται για την κινηματογραφική καταγραφή του καλαβρυτινού ολοκαυτώματος, της 13ης εκείνου του επάρατου Δεκέμβρη. Έκτοτε, το φοβερό γεγενημένο αποτελεί αρνητικό σταθμό στην ιστορία του ανθρώπου, στην ιστορία των παλιανθρώπων. Παρεμπιπτόντως, δράττομαι της ευκαιρίας να παρακαλέσω τους αρμόδιους, να επαναλάβουν κάποια στιγμή την προβολή, γιατί στους χαλεπούς καιρούς που ζούμε, κάποιοι δεν την είδαμε, ενώ διακαώς θέλουμε να την δούμε. Ας μας κάνουν τη χάρη!

Λοιπόν, για την κωμόπολη των Αροανίων η 13η Δεκεμβρίου ήταν η «ώρα μηδέν». Η Δευτέρα που πάγωσε η ροή της εβδομάδας και σταμάτησε ο χρόνος. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, εκεί που λίγο πριν η ζωή έκανε πάρτι (ακόμα και μέσα σε συνθήκες κατοχής, η ζωή δε σταματά και δεν κοιμάται), τώρα απόμεινε μόνον η θανατίλα και ο απόηχος της τραγωδίας των πολυβόλων.

Γράφει ο Κώστας Βελαώρας, Φιλόλογος

Αλλά και για το Αίγιο ήταν μια μαύρη Δευτέρα. Διότι, εκτός του ότι πολλές αιγιώτικες και καλαβρυτινές οικογένειες είχαν συγγενικές, επαγγελματικές και φιλικές διασυνδέσεις, και κάποιοι από τους δεύτερους είχαν συγκροτήσει «παροικία» στην πόλη μας, έντονες φήμες στο πρώτο εικοσιτετράωρο δακτυλόδειχναν την πάλαι ποτέ αχαϊκή πρωτεύουσα ως τον άμεσο επόμενο σταθμό της χιτλερικής αγριότητας. Ευτυχώς, δεν …

Για να μην πολυλογούμε, τα γεγονότα τα σχετικά με την εκτέλεση, όσο και τα προ αυτής και τα μετ’ αυτήν, είναι γνωστά, και είναι γνωστές και οι λεπτομέρειες που κανείς δεν αμφισβητεί, αλλά και κάποια σημεία διαφορετικών ερμηνειών και διαφωνίας. Πάντως, σε όλες τις κρίσεις μας καλό είναι να μην ξεχνάμε ότι εμείς και οι Γερμανοί δεν ήμασταν δύο εμπόλεμα κράτη που είχαμε διαφορές και είπαμε να τις λύσουμε με τα όπλα, αλλά η χώρα μας και οι άνθρωποί της βρεθήκαμε αναιτιολόγητα κάτω από μια στυγνή κατάκτηση μιας σιδερόφρακτης και απάνθρωπης ορδής, που μέσα στην κορύφωση της ύβρης της, με τα αντίποινα στου Καππή, ήρθε να μας ζητήσει και τα ρέστα!

Στην ταινία, για να επανέλθουμε σ’ αυτήν, κατά τις μαρτυρίες όσων την είδαν, αναπαρίσταται με επιτυχία το κλίμα, η ψυχολογία, οι εντάσεις, οι πραγματικές συνεκδοχές και ακολουθίες, τα όντως όντα  του κεντρικού αφηγήματος και των επιμέρους δραμάτων. Δεν έλειψε, ωστόσο, και το «μήλον της έριδος», που δίχασε την κριτική της κοινής γνώμης. Είναι η σκηνή που τα εγκλεισμένα μέσα στο Δημοτικό Σχολείο γυναικόπαιδα, κι οι υπερήλικες, διαβαίνουν την περίκλειστη και φρουρούμενη πόρτα και ξεχύνονται. Ποιος την άνοιξε; Ποια είναι η ιστορική αλήθεια; Το ερώτημα δεν είναι καινούριο. Είναι παλιό. Αν θέλουμε να είμεθα δίκαιοι, πρέπει να πω ότι από παιδάκι που πρωτάκουσα για το μεγάλο δράμα, και στις πρώτες επόμενες δεκαετίες, είχε καθαρογραφεί στο σκληρό δίσκο της δικής μου μνήμης, και των άλλων, όσο γνωρίζω, η βεβαιότητα για τον αυστριακό στρατιώτη.

Ερώτηση: Αυτή ήταν η πραγματικότητα; Ή, αυτό ήταν το προϊόν μιας συστηματικής προπαγάνδας, που καλλιεργήθηκε εξαρχής εντέχνως από συγκεκριμένες πηγές και για συγκεκριμένους λόγους; Το τελευταίο, απέκτησε υπόσταση και «σώμα» από ένα χρονικό σημείο και μετά, δηλ. ήρθε δεύτερο στη διαδρομή αφομοίωσης, ερμηνείας και εκλογίκευσης των γεγονότων.

Πάντως, η ουσία είναι ότι τώρα πια, κανείς δεν μπορεί και δεν θα μπορέσει ν’ απαντήσει τελεσίδικα στο «ποιος;». Ποιος άνοιξε των πόρτα; Άιντε βρες τον! Ήδη, ο μεγάλος όγκος του επικαθήμενου χρόνου δεν επιτρέπει συλλογή ντοκουμέντων και αποδείξεων. Άρα, ας μην το βασανίζουμε!

Εντελώς θεωρητικά, ωστόσο, και με βάση το αλφαβητάρι της πειθαρχημένης συλλογιστικής και της απλής λογικής, δεν μπορεί ν’ αποκλειστεί η εκδοχή του αυστριακού στρατιώτη. Δεν μπορούμε να αμφισβητήσουμε ότι ακόμα και στο πιο πυκνό σκοτάδι, ενδέχεται να εισχωρήσει ρωγμή φωτεινότητας. Ακόμα και στον πυρήνα του σαδισμού και της απανθρωπίας, μπορεί να βρεθεί μια τοσηδούλα ιδέα ανθρώπινου δείγματος. Αν το δεχτούμε αυτό, δε σημαίνει ότι δικαιώνουμε τις δυνάμεις του κακού και το ναζισμό. Ο ναζισμός, ο φασισμός και όλοι οι ομοειδείς –ισμοί είναι από την κούνια τους γεννήματα τεράτων και δε δικαιώνονται.

Από την άλλη μεριά, όμως, η εκδοχή αυτή έχει και τα τρωτά της. Έχει χοντρές αδυναμίες. Δηλαδή, στρατιώτης του γερμανικού στρατού, κι έκανε του κεφαλιού του; Αυτοσχεδίασε; Ενήργησε συναισθηματικά, μέσα σε μια γενικευμένη και διατεταγμένη εκδικητική παράκρουση; Σε μια τέτοια καθοριστική ανορθογραφία, οι ανώτεροί του δεν θα τον εκτελούσαν «αυθωρεί και παραχρήμα»; Δεν θα τον κρέμαγαν στο πρώτο παρακείμενο δέντρο; Δε γίνονται αυτά. Εκτός κι αν, μέσα στην ένταση και στο κομφούζιο των στιγμών, το μεμονωμένο περιστατικό έμεινε απαρατήρητο και δεν απασχόλησε περαιτέρω την βδελυρή γερμανική προϊσταμένη αρχή. Όσο είναι πιθανό, άλλο τόσο είναι και απίθανο. Αλλά, σε τέτοια ερμηνευτικά διλήμματα, και τα πιθανά και τα απίθανα έχουν τον ίδιο παρονομαστή, οπότε ας μη ζητάμε να βρούμε βελόνα στ’ άχυρα.

Κι ας μείνουμε στην κεντρική ιδέα. Στην κεντρική ιδέα και του έργου και της ωφελείας από την γνώση της ιστορίας και της πολλαπλασιαστικής και προστιθέμενης αξίας που ενέχει η ζέουσα και διαρκής ιστορική μνήμη:  Ποτέ πια! ΠΟΤΕ ΠΙΑ!

Από την έντυπη έκδοση “ΤΥΠΟΣ ΤΗΣ ΑΙΓΙΑΛΕΙΑΣ”

(σκέψεις – απόψεις – ενστάσεις – συνθέσεις – σχολιασμοί)