Κώστας Βελαώρας: Μια παλιά ιστορία

Μια παλιά ιστορία: Σε λίγο θα έκλεινα τα τέσσερα πρώτα χρόνια. Εδώ και κάτι μήνες είχαμε οικογενειακώς αλλάξει γη, κι από τα Φωκικά ορεινά είχαμε προσγειωθεί στα Αχαϊκά πεδινά. Στην παινεμένη Βοστίτσα. Έτος 1952. Τρία τέταρτα του αιώνος πίσω. Ανήμερα της Πρωτοχρονιάς.

Του Κώστα Βελαώρα
Από τη στήλη “Εγώ σου λέω τον πόνο μου,
κι εσύ μου γράφεις «γράψ΄ τα», στην εφημερίδα “ΤΥΠΟΣ ΤΗΣ ΑΙΓΙΑΛΕΙΑΣ”

Δήμαρχος τότε στο Αίγιο ήταν ο Πάνος Μεντζελόπουλος, ο μακροβιότερος μεταπολεμικά δήμαρχος, αφού συμπλήρωσε στη θέση του πρώτου δημότη 16 συναπτά έτη και θα συνέχιζε αν δε μεσολαβούσε η 21η Απριλίου του ’67. Ο Μεντζελόπουλος ήταν ένα ιδιαίτερα προσφιλές άτομο, που μολονότι τα σοβαρά δημοτικά οικονομικά προβλήματα (με πρώτο το αδηφάγο χρέος προς την Κτηματική Τράπεζα) δεν του άφηναν χώρο για σοβαρά δημαρχιακά επιτεύγματα, κέρδιζε τις εκλογές σαν να μην είχε αντίπαλο, καθώς εξετιμάτο ο αληθινός κι ευγενικός χαρακτήρας του και η καλή του διάθεση. Μετρούσε και το πλούσιο επικοινωνιακό του χάρισμα, απαραίτητο για κάθε υποψηφιότητα.

Είπαμε, Πρώτη Μέρα της χρονιάς. Λίγες ώρες ενωρίτερα, είχε προηγηθεί το ασυναγώνιστο βράδυ της Παραμονής, όταν η Κλεομένους Οικονόμου και τα παραδρομάκια της γίνονταν στέκια των πιο τολμηρών παιδικών ονείρων, και μια κατά τα άλλα πενιχρή σε ανέσεις βιοπάλη τη μετασχημάτιζαν, για μια βραδιά μόνο ετησίως, στο πιο φωταγωγημένο και πιο πλούσιο κέντρο του κόσμου. Γιορτή επικοινωνίας, γιορτή των χρωμάτων. Εκεί η πιο δυνατή αισθητική των παιγνίων. Εκεί τα πρώτα σκιρτήματα του έρωτος και της εφηβείας. Εκεί τα πρώτα πειράματα του αντρικού και θηλυκού μαγνητικού πεδίου.

Επιστρέφουμε στο «ανήμερα». Ήταν μεσημεράκι, όταν μπήκε στο σπίτι το μεγαλύτερο αδερφάκι μου και στο χέρι κράταγε ένα εξαίσιο αντικείμενο. Μια λαμπερή απαστράπτουσα μηχανή, με απίθανη ομορφιά και απίθανα χρώματα. Όχι μηχανή, μηχανάρα με τα όλα της! Τρελάθηκα! «Πού τη βρήκες;» ρώτησε η μανούλα μας. «Άκουσα πως στο δημαρχείο μοιράζουνε δώρα. Πήγα, μπήκα σε μια μεγάλη ουρά, κι όταν έφτασα μπροστά, ένας κύριος με ρώτησε πώς με λένε και μου την έδωκε». Τ’ άκουσα κι έπεσα στο πάτωμα: “θέλω κι εγώ, θέλω κι εγώ”. Έσκουζα λες και με σφάζανε. Η μανούλα ανησύχησε: «Πάει, θα το χάσουμε το παλιόπαιδο, τι να κάνουμε; Δημητράκη, πάρε απ’ το χέρι το παιδί, και τρέξτε να δώσουνε και στο αδερφάκι σου! Τρέξτε, για να προλάβετε!». Μέναμε τότε με ενοίκιο στο υπερυψωμένο ισόγειο της διώροφης κατοικίας του γιατρού Μπένου, επί της Δ. Σολωμού (το κτήριο διατηρείται και σήμερα σφριγηλό, τόσα χρόνια μετά), ένα τετράγωνο πριν από την σφύζουσα από ζωή και πανέμορφη σαν μεσαιωνικό καρτ – ποστάλ πλατεία Δεξαμενής. Το δημαρχείο ήταν τριακόσια μέτρα παρακεί, στην είσοδο του πάρκου των Ψηλαλωνιών, σ’ ένα μικρό αλλά υπέροχο νεοκλασικό, που κι αυτό θυσιάστηκε στη “νέα εποχή”.

Ο εντεκάχρονος Δημήτρης μ’ άρπαξε, μ’ έσουρνε και φτάσαμε. Δυστυχώς, δεν προκάναμε. Το “μαγαζί” ξεπούλησε. Κόπηκαν τα πόδια μου, ωστόσο γλίτωσα την καρδιακή προσβολή, κι επιστρέψαμε. Ωιμέ! θρήνος ανείπωτος. “Άνοιξε, πέτρα, για να μπω / ήλιος να μη με βλέπει» κ.τλ, τέτοια απόγνωση. Για ώρες πολλές αρνιόμουνα και φαγητό και νερό και οτιδήποτε. Με τυράνναγε η ανισότητα. Καταλάβαινα το άδικο, κι ας μην είχα ακόμη διαβάσει ούτε Μαρξ ούτε Ρόζα Λούξεμπουργκ. Έπεσαν όλοι πάνω μου να με ηρεμήσουνε. Ο καθένας έδινε τη δικιά του πρόταση. Ακούστηκαν εκδοχές διάφορες.

Αργά τ’ απόγιομα, μετά πολλές διαπραγματεύσεις που ’μπαιναν σφήνα στους θρήνους μου, συμφωνήθηκε ένα modus Vivendi, και μισοηρέμησα: η μηχανή (τι μηχανή, μηχανάρα είπαμε) θα ήταν και των δυο, και θα τη μοιραζόμασταν. Εγώ την ήθελα καταμόνος μου, βέβαια, αλλά … απ’ το ολότελα, καλή ήταν κι η Παναγιώταινα. Ηθικό συμπέρασμα: το γερό και πειστικό κλάψιμο φέρνει αποτέλεσμα. Τυχαία αναφέρεται η θηλυκή ανωτερότητα; Άλλωστε, με το που γεννιόμαστε, με το κλάμα πιστοποιείται και νομιμοποιείται ο εγκόσμιος βίος μας.  

ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!