Κώστας Βελαώρας: “Ο υπουργός θα μας τρελάνει”

Του Κώστα Βελαώρα Από τη στήλη "Εγώ σου λέω τον πόνο μου, κι εσύ μου γράφεις «γράψ΄ τα», στην εφημερίδα "ΤΥΠΟΣ ΤΗΣ ΑΙΓΙΑΛΕΙΑΣ"

Διάβασα κι άκουσα μέσες – άκρες, γύρω από το νομοσχέδιο για τα “εργασιακά”. Δεν είμαι ειδικός και δε θα πω σοφίες. Επειδή, όμως, δεν απαιτούν όλες οι γραμμές του νομοσχεδίου ειδικό γνωστικό εξοπλισμό και μεταπτυχιακό στα οικονομικά, σχημάτισα μια μερική προσωπική άποψη. Ποσώς αυτή σας ενδιαφέρει, το ξέρω, αλλά, αφού έχω το στυλό, θα τις γράψω πέντε λέξεις.

Επικεντρώνομαι, λοιπόν, στο κεφάλαιο “επικουρική”, που δικαίως αποτελεί το βασικό σημείο τριβής και την πέτρα του σκανδάλου. Η επίμαχη αυτή καινοτομία θα φέρει ισχυρές διαφωνίες, αναταραχές και συγκρούσεις, και θα βγάλει πλήθη στους δρόμους. Κι εγώ, αν και απόστρατος, θα έβγαινα στους δρόμους. Και, νοητά, θα βγω. Διότι, αν η ανάθεση του “προσωπικού κουμπαρά” στις ιδιωτικές εταιρείες αποδειχτεί μακροπρόθεσμα μοιραίο λάθος, θα χαθούν πολλές ζωές και θα κλάψουν μανούλες. Εκείνο, ειδικά, που δεν μπορώ ούτε να καταπιώ ούτε να χωνέψω, είναι το εξής: πώς είναι δυνατόν η πολιτεία να φορτώνει στις πλάτες ενός εργαζόμενου την ευθύνη να μαντέψει και να επιλέξει  αυτός – με το γύρισμα της ρουλέτας –  ποιο θα είναι το συμφέρον του στο μακρινό μέλλον, ενώ αυτό θα εξαρτηθεί από τρίτους και ποικίλους παράγοντες; Από πού κι ως πού, του ζητά να γίνει ξαφνικά προφήτης και μάντης; Γιατί τον αγχώνει και τον πεθαίνει με ένα δίλημμα, που είναι πολύ πάνω από το μπόι του;

Σε αυτό ούτε η Πυθία θα έδινε λύση. Πολύ περισσότερο, ο απλός – κι ο διπλός κι ο τριπλός – πολίτης δεν μπορεί να ξέρει και δεν ξέρει. Ούτε οι ειδήμονες ξέρουν. Κανείς δεν ξέρει. Γιατί δεν είναι δυνατόν να ξέρει. Συνεπώς, καλούν τον εργαζόμενο να παίξει τη ζωή του στο τζόγο και στα ζάρια , ή, ακόμα χειρότερο, στη ρώσικη ρουλέτα. Αυτό δεν είναι ούτε πολιτικά δόκιμο, ούτε ηθικό, ούτε λογικό. Είναι τρελό. 

Εντάξει,” ίσως πει κάποιος “ο πολίτης δεν ξέρει, αλλά ο Χατζιδάκης ξέρει. Πολιτικός είναι, κι αυτή είναι η δουλειά του”. “Τον κακό του τον καιρό ξέρει!” θ’ απαντούσε ένας αγενής. Και θα είχε δίκαιο. Η βεβαιότητα και η ηρεμία με την οποία ο υπουργός εισχωρεί σε ατραπούς που θα φωτιστούν πολλές δεκαετίες μετά, γεννούν πολύ προβληματισμό και υποψίες. Στο κάτω – κάτω, ούτε ο Χατζιδάκης ούτε οι άλλοι εμπνέουν εμπιστοσύνη. Και πώς να εμπνέει εμπιστοσύνη, πώς να ορκιστεί για τις καλές της προθέσεις και για και το καθαρό της ήθος, μια πολιτική τάξη που πρόσφατα βύθισε τη χώρα σε μαύρο σκότος; που χαντάκωσε κόσμο και κοσμάκη; που οδήγησε χιλιάδες αθώων στην αυτοχειρία; Αυτοί, λοιπόν, οι νομοθέτες δε διαθέτουν τη βασική προϋπόθεση του “προτέρου εντίμου βίου”, για να παίρνουν αμφιλεγόμενες και ριψοκίνδυνες αποφάσεις. Τουναντίον, είναι στιγματισμένοι και διάτρητοι. “Δηλ. προτείνεις ακινησία;” ρωτά ο υπουργός τους ενιστάμενους. Η απάντηση είναι απλή: υπουργέ μου, ας βουλωθούν πρώτα οι τρύπες που δεν στηρίζονται στο μάδημα της μαργαρίτας και δεν προκαλούν πολέμους και διχασμό, και βλέπουμε.

Σε κάθε περίπτωση, προηγείται η ανάγκη να εξαντληθεί όλη η ευφυΐα η δική σου και των άλλων, για να μειωθεί η ανεργία που σκοτώνει φαμελιές καθημερινά, να κερδηθεί η μάχη για τον επαναπατρισμό των εκατοντάδων χιλιάδων σπουδαγμένων παιδιών, να αναχαιτιστεί ο καλπασμός του δημογραφικού “μινιμαλισμού”, να βρεθούν αντισώματα στην ανασφάλεια των πολιτών που παίρνει διαστάσεις συλλογικού πανικού. Και άλλα τινά. Κι άμα η πολιτεία τα πάει καλά σ’ αυτά, να συζητήσουμε αν είναι καλύτερο την επικουρική να τη διαχειρίζεται το δημόσιο, ή να την εμπιστευτούμε στα ιδιωτικά συμφέροντα, ή να τη σπέρνουμε στη γη και να την ενισχύουμε με καστανόχωμα. Εσύ δε μας έχεις πρήξει με τους όρους “ιεράρχηση προβλημάτων” και “προτεραιότητες”; Λοιπόν, το πρώτο πρόβλημα είναι πώς ο πολίτης θα αποκτήσει μαγικές και μαντικές ικανότητες; Να μας τρελάνεις, θέλεις;

Από την έντυπη έκδοση “ΤΥΠΟΣ ΤΗΣ ΑΙΓΙΑΛΕΙΑΣ” 15/7/21