Γιώργος Τζεραβίνης: “Τα Ψηλαλώνια – Το “μπαλκόνι” του Κορινθιακού – Το στολίδι και το σήμα κατατεθέν του Αιγίου”

Μία ακόμα σταγόνα στο ποτήρι της νοσταλγίας που δε λέει να ξεχειλίσει με τίποτα και από το οποίο καλώς ή κακώς όλοι διεκδικούμε μια γουλιά μήπως η εξιστόρηση μιας εποχής φαίνεται να έχει περάσει ανεπιστρεπτή.

Toυ ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΖΕΡΑΒΙΝΗ
Καθηγητή – Από τη στήλη “Επίκαιροι Σχολιασμοί” στην εφημερίδα “ΤΥΠΟΣ ΤΗΣ ΑΙΓΙΑΛΕΙΑΣ”

Αξίζει κανείς να βρίσκεται στα Ψηλά Αλώνια του Αιγίου, για να γνωρίσει την οµορφιά που προσφέρουν και την αξία τους, που τα κάνουν γνωστά τόσο στην Αιγιάλεια και πέρα απ’ αυτή.

Εγώ από νωρίς είµαι εκεί και το βλέµµα µου βυθίζεται στα λικνιστά νερά του Κορινθιακού. Βλέπω απέναντι τη Ρούµελη και θυµάµαι το καΐκι που πηγαίναµε απέναντι εκδροµή και τα καΐκια που ερχόντουσαν από τη Ρούµελη, µε Ρουµελιώτες, άλλοι να ψωνίσουν κι άλλοι για δουλειά.

Αρκετοί άνδρες και γυναίκες Ρουµελιώτες πέρασαν τη θάλασσα και ήρθαν στο Αίγιο για µια καινούργια ζωή. Παντρεύτηκαν κι έκαναν πετυχηµένες οικογένειες.

Βλέπω πέρα προς την Αλυκή, αλλά η σκέψη σταµατάει στο εκκλησάκι του Αγίου Νικόλα που το 1957 πηγαίνοντας για µπάνιο µ’ όλη τη γειτονιά µου, έκοψα το πόδι µου στην πατούσα άσχηµα από ντενεκέ που υπήρχε στη θάλασσα. Με πήγαν µε τα πόδια έως το παλαιό Νοσοκοµείο, χάνοντας πολύ αίµα, που µου στοίχισε αργότερα στα µάτια µου.

Ο δρόµος για την Αλυκή σταµατούσε στο εκκλησάκι όχι πιο πέρα, γιατί υπήρχαν βάτοι, καλαµιές, δύσβατος ο τόπος. Το βλέµµα µου πήγαινε αριστερά προς την περιοχή του Μεγανίτη, του Άνθη που πηγαίναµε για µπάνιο, τη Χαρτοποιία, όπου τα βαπόρια από τη Σουηδία ξεφόρτωναν µπάλες ακατέργαστες χαρτί των 200 κιλών για τις ανάγκες της Χαρτοποιίας. Ποιος Αιγιώτης δεν ξέρει ότι τον Απρίλιο του 1941 τα Στούκας των Γερµανών έριξαν βόµβες για να την καταστρέψουν, όµως η Παναγία Τρυπητή έκανε το θαύµα της. Η Χαρτοποιία έµεινε αλώβητη.  Το παλιό και καινούργιο λιµάνι, κυρίως το παλιό, όπου φόρτωναν µε κιβώτια µαύρη σταφίδα, τις µαούνες και τις πήγαινε η βάρκα δίπλα στο εµπορικό Αγγλικό βαπόρι για ξεφόρτωµα, την κάτω πόλη, µε τις σταφιδαποθήκες του Α. Κουνινιώτη ΑΕ, του ∆ρούλια, της Ένωσης, του Παπασπύρου κλπ, το δασύλιο κάτω από τα Ψηλαλώνια, όπου στα πρώτα Ανθεστήρια επί ∆ηµάρχου Γ. Παναγόπουλου, έπεσε το αεροπλάνο που πετούσε λουλούδια στα Ψηλαλώνια και σκοτώθηκε και ο πιλότος και ο συνοδός του. Τον οικισµό Γαλαξιδιώτικα µε την εκκλησία του Αγίου Ανδρέα, όπου ήρθαν οι Ρουµελιώτες κυνηγηµένοι από τους Τούρκους από το Γαλαξίδι, του “Μοίραλη το Πήδηµα” στο οποίο, όποιος ήθελε να αυτοκτονήσει πήγαινε εκεί, το σιδηροδροµικό σταθµό, όπου το τρένο παλιάς κατασκευής περνούσε κάνοντας δροµολόγιο Αθηνών – Πατρών και που στην κατοχή οι Γερµανοί είχαν µπροστά την κλούβα µε τους αιχµαλώτους. Όµως, πολλά είπα και ούτε που κατάλαβα, πως οι τελευταίες ακτίνες του ήλιου πορφυρώνουν τα άκρα του Ουρανού και το χρυσίζουν φως, ρίχνει µια γλυκιά αντανάκλαση στη χαρωπή ηµέρα, η οποία βρίσκεται στο τέλος της.

∆ύο τρία νέφη κατάλευκα τρέχουν έρµαια του ανέµου στον ουρανό και από την πόλη ένας ψίθυρος ανέρχεται ωσάν ψαλµός νωθρός της ζωής, η οποία κινείται και απολαµβάνει τη χαρά της ύπαρξής της.

Ο γλυκός αντίλαλος της καµπάνας της Παναγίας Φανερωµένης σηµαίνοντας εσπερινό, φτάνει για να ρίξει ακόµη αρµονία στο ήρεµο αυτό σύνολο γης και ζωής, το οποίο καλείται Αίγιο (Βοστίτσα). Και το τραγούδι µιας οµάδας παιδιών, η «Ωραία Αιγιώτισσα» ακούγεται, για να δείξει τη χρυσή και αµέριµνη ευτυχία της παιδικής ηλικίας. Όλα είναι βυθισµένα σε µια απέραντη ηδονή και στην ψυχή του θεατή σταλάζεται µια γλυκιά ηρεµία για το λαµπρό περιβάλλον. Ο ήλιος που δύει αφήνει µια χρυσή ανταύγεια, ενώ κατόπιν µια λύπη γεννιέται, µια ανάµνηση έρχεται για τη µαταιότητα της εφήµερης ζωής. Όλα ησυχάζουν και µόνο ακούγεται ο ψίθυρος της πόλης, ο οποίος ανέρχεται ωσάν δέηση µυστική προς το ∆ηµιουργό και ωσάν χαιρετισµός στον απερχόµενο ήλιο. Όλα ησυχάζουν, ενώ ο ήλιος χάνεται όλο εν και τα σκότη της νύχτας σκορπίζονται γύρω και η λεπτή αύρα φυσά ελαφρά ωσάν να καλησπερίζει τη ζωή ή και τη φύση, οι οποίες δέχονται µε ευχαρίστηση το φως της σελήνης, που ανατέλλει χλωµή στον πολύαστρο ουρανό. Και τότε, νοµίζεις ότι βλέπεις τις σκιές των προγόνων, οι οποίες µε βήµα αργό κινούνται προς τα Ψηλαλώνια και λήθαργος γλυκός καλύπτει τα πάντα στην ψυχή, έως ότου η φωνή του νυκτοκόκορα διαλύει το όνειρο και ρίχνει την καρδιά στην πραγµατικότητα και στον αγώνα της ζωής που γίνεται, εκεί πέρα στη φωτοβολούσα πόλη.

Σε λίγο γύρω µου υπάρχει σιωπή, αυτή την απόλυτη γαλήνη της ψυχής κρατούσα στην πιο ακριβή ανάµνηση της επίσκεψής µου στα Ψηλαλώνια.

Βέβαια για να είµαι ειλικρινής η ευφορία που γέµιζε την ψυχή µου αντικαταστάθηκε από τη θλίψη όταν ήρθε η ώρα της αποχώρησης από το µπαλκόνι του Κορινθιακού!