Βουλιάζει από πιστούς ο τάφος του Αγίου Παϊσίου σήμερα στη γιορτή του – «Εκεί που μιλάει η σιωπή»

Screenshot

Τη μνήμη του Αγίου Παΐσιου του Αγιορείτη , τιμά σήμερα, Σάββατο 12 Ιουλίου, η Ορθόδοξη Εκκλησία.
Πανηγυρική Αρχιερατική Θεία Λειτουργία τελέσθηκε σήμερα 12 Iουλίου στην Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου Θεολόγου Σουρωτή επί τη εορτή της μνήμης του Αγίου Παισίου του Αγιορείτου (31 χρόνια από την οσιακή κοίμησή του).

Ο Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης (κατά κόσμον Αρσένιος Εζνεπίδης, Φάρασα Καππαδοκίας, 25 Ιουλίου 1924 – Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, Σουρωτή Θεσσαλονίκης Ιουλίου 1994) ήταν Έλληνας Καππαδόκης μοναχός του 20ου αιώνα που έγινε ευρέως γνωστός για τον μοναστικό του βίο και το έργο του. Στις 13 Ιανουαρίου 2015 συνήλθε η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου αναγνωρίζοντας την αγιότητα του και αποφάσισε την κατάταξη του μοναχού Παϊσίου του Αγιορείτου στο Αγιολόγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Σουρωτή: Πάνω από 30.000 πιστοί προσκύνησαν τον τάφο του Αγίου Παϊσίου. Η αναμονή στην ουρά για τους προσκυνητές ήταν από 2 έως και 4 ώρες.

Από τα χαράματα χιλιάδες πιστοί (αγγίζουν τους 30.000) προσέρχονται ενώ  αρκετοί ήταν εκείνοι που κοιμήθηκαν στα αυτοκίνητα στο πάρκινγκ μετά το πέρας της χθεσινής ολονύκτιας αγρυπνίας.

Γεννήθηκε στις 25 Ιουλίου του 1924 στα Φάρασα της Καππαδοκίας και ήταν γιος του Προδρόμου και της Ευλογίας-Ευλαμπίας Εζνεπίδη. Είχε άλλα εννιά αδέρφια: την Αικατερίνη, τη Σωτηρία, τη Ζωή, τη Μαρία, τον Ραφαήλ, την Αμαλία, τον Χαράλαμπο που είχαν γεννηθεί στα Φάρασα, ενώ η Χριστίνα και ο Λουκάς γεννήθηκαν στην Κόνιτσα, όπου είχε εγκατασταθεί η οικογένεια του Παΐσιου από το 1927.

«Εκεί που μιλάει η σιωπή»

Στην ησυχία του Αγίου Όρους, εκεί όπου σβήνουν οι φωνές του κόσμου και αρχίζει η σιγαλιά του Θεού, έζησε ένας άνθρωπος ο Άγιος Παΐσιος.

Δεν είχε πλούτη, ούτε δύναμη κοσμική. Είχε όμως κάτι που δεν μπορεί να αγοράσει κανείς: μια καρδιά φλεγόμενη από αγάπη. Αγάπη για τον Θεό και αγάπη για τον άνθρωπο. Όλους τους αγκάλιαζε. Με τη σιωπή του, με το δάκρυ του, με μια λέξη – που δεν ήταν δική του, μα του Θεού.

Καθόταν ώρες ολόκληρες στην προσευχή. Μα δεν ήταν μόνο λόγια. Ήταν καρδιά και  δάκρυ. Ήταν πόνος για όλο τον κόσμο. Κι ο Θεός, που βλέπει τους ταπεινούς, άκουγε.

Κάποιοι πήγαιναν σ’ αυτόν ψάχνοντας απαντήσεις. Εκείνος δεν τους έδινε φιλοσοφίες, ούτε «σοφά» λόγια. Τους έδινε αγάπη, αλήθεια και ελπίδα. Τους μιλούσε για μετάνοια, μα όχι σαν τιμωρία — σαν λύτρωση. Τους καλούσε να κλάψουν για τα πάθη τους, για να γελάσουν ξανά καθαροί, όπως τα παιδιά.

Τους έλεγε: «Όταν πονάει η ψυχή σου για τον άλλον, τότε έχεις μέσα σου Χριστό. Μόνο όποιος αγαπάει, ζει αληθινά».

Τον έβλεπαν άνθρωποι κάθε ηλικίας: νέοι που είχαν χαθεί, μανάδες που πονούσαν, γέροι κουρασμένοι. Κι έφευγαν ελαφρύτεροι. Γιατί δεν κουβαλούσε απλώς τις προσευχές τους – τις έκανε δικές του πληγές.

Τώρα που έχει φύγει, το χώμα που τον σκεπάζει είναι ιερό. Μα πιο ιερό είναι το παράδειγμα του. Γιατί μας θύμισε ότι και σε έναν κόσμο που τρέχει, η αγιότητα δεν έπαψε να υπάρχει. Δεν έπαψε να αγαπά, να ελπίζει, να προσμένει τον Χριστό.

Κι εμείς, μέσα στη δική μας φασαρία, αν σταθούμε λίγο… αν σιωπήσουμε… ίσως ακούσουμε τον ψίθυρο του γέροντα:

«Κάνε λίγο υπομονή, παιδί μου. Μην απελπίζεσαι. Ο Θεός σε αγαπά πιο πολύ απ’ όσο μπορείς να φανταστείς… Να εμπιστεύεσαι στη ζωή σου στο Θεό και να μην φοβάσαι τίποτα…»

ΦΡΟΣΩ ΣΤΙΒΑΧΤΟΠΟΥΛΟΥ – ΣΤΑΥΡΙΔΗ