Σήμερα, είναι 8 του Φλεβάρη, και οι ειδήσεις στην τηλεόραση στάζουν αίμα. Οι σκηνές από τον γίγαντα σεισμό σε Τουρκία και Συρία ξεπερνούν κάθε φαντασία. Είναι από τις συγκυρίες που η σκέψη πελαγώνει. Ποιοι είναι πιο «τυχεροί», αυτοί που «φύγαν» ή αυτοί που μείναν;
Χιλιάδες οικογένειες που αγωνίστηκαν τον αγώνα τον καλό, πάλεψαν, ίδρωσαν, έκαναν τις φαμίλιες τους, χιλιάδες παιδιά που μορφώθηκαν για να έχουν σύμμαχο το πνεύμα στο μέλλον τους ή χειρόπιασαν της βιοπάλης το αμόνι χάριν της επιβίωσης, χιλιάδες κορμιά που επληθύνθησαν μέσα από το σφιχταγκάλιασμα, χιλιάδες μανάδες που έπλεκαν χρώματα δίπλα στην κούνια με τα βλαστάρια τους, χιλιάδες βλαστάρια που αύριο θα γίνονταν λεβέντες και λεβέντισσες, όλοι και όλα τούτα μέσα σε μια στιγμή έγιναν ή απουσία ή πένθος.
Η κραταιά πολιτεία της Αντιόχειας, ιδρυμένη από τον μακεδόνα στρατηγό, τον Σέλευκο, κορυφαία ελληνική μητρόπολη στην ελληνιστική, ρωμαϊκή και βυζαντινή περίοδο, πατρίδα του ρήτορα Λιβάνιου, του ευαγγελιστή Λουκά, του χρονογράφου Ιωάννη Μαλάλα, του φιλόσοφου Φιλόδημου του Επικούρειου, του εκ των τριών φωστήρων της Τρισηλίου Θεότητας Ιωάννη Χρυσόστομου, η Αντιόχεια η επονομαζόμενη και Θεούπολη, εδώ κι ένα εικοσιτετράωρο «απουσιάζει και δε δέχεται». Το ίδιο και η Αλεξανδρέττα, η βαφτισιμιά του Μεγαλέξαντρου. Το ίδιο και μια σειρά πόλεων με υπερδισχίλια έτη ζωής στην πλάτη τους. Όλες αυτές από χτες «απουσιάζουν και δε δέχονται». Είναι να μη φεύγει το μυαλό απ’ τη θέση του; Να σου έχουν αναθέσει οι συνθήκες, η ιστορία, οι συμπτώσεις, τα γεγονότα, κι οι εποχές κι η ίδια η τρέχουσα νυν ζωή τέτοια βιογραφική πληθωρικότητα, και μέσα σ’ ένα λεπτό όλος αυτός ο πλούτος να καταντά στάχτη και μπούλμπερη;
Είναι από τις φορές που το φαινόμενο δεν μπορεί να εκλογικευτεί με τη νόηση, κι ούτε η θρηνούσα κι οδυρομένη εξέλιξη να δέσει με την προϊστορία της. Άραγε, το σύμπαν το διέπει κάποια ιδρυτική κατασκευαστική ατέλεια, ή «όλα για κάποιον λόγο γίνονται», κι απλώς εμείς δεν τον ξέρουμε; Ναι, το ’ριξα στη φιλοσοφία. Γιατί «όσα δε φτάνει η αλεπού, τα κάνει κρεμαστάρια» λέει η λαϊκή παροιμία. Αυτό κάνουμε κι εμείς τώρα. Διότι αυτό δυνάμεθα, κι αυτό είναι το «ευκολάκι». Καθόσον, αν για κλάσμα του δευτερολέπτου δεις τον εαυτό σου στη θέση του «άλλου», να μετακινείς εσύ με νύχια και με δόντια τις πλάκες που καλύπτουν το παιδί σου ή τα παιδιά σου ή τα εγγόνια σου, να μην ξέρεις αν εδώ ζουν ή πεθάναν μέλη της οικογένειάς σου, να παλεύεις με το βουνό που σκεπάζει την αγαπημένη ή τον αγαπημένο σου, να μετράς στιγμές κι αυτές να διαρκούν αιώνες, ή, αντίστροφα, να είσαι εσύ μέσα στη γης και οι συγγενείς απόξω, τότε, ή, αν ήσουν υγιής, τρελαίνεσαι, ή, αν ήσουν τρελός, αποτρελαίνεσαι.
Μιλάμε για την πιο αποκρουστική φάτσα της ατυχίας και της δυστυχίας: να γρηγορείς ή να αναπαύεσαι – ως άτομο, ως φαμελιά, ως κοινότητα -, και να σε ρουφάει η γη μέσα στη γης και κάτω από τα πόδια της! Κάποιοι – οι πολλοί – θα ενσωματωθούν και θα γίνουν ένα με τα χαλάσματα. Κάποιοι θα βγουν ζωντανοί μες απ’ τα χαλάσματα. Ποιοι είναι πιο «τυχεροί», αυτοί που βγήκαν ή αυτοί που μείναν;». Απάντα, ντε! «Εδώ σε θέλω κάβουρα, να περπατάς στα κάρβουνα!».
Στο μεταξύ, όσο η πένα μου γράφει, η ΤιΒι καταγράφει κι άλλες πέτρες πάνω στις πέτρες, κι άλλες αφίξεις στο μέγα βασίλειο του Άδη. Να, μόλις μπήκε στο πλάνο και μια τριάδα πολιτικών. Όχι στον Αδη, καλέ, στην οθόνη λέω! Πρόλαβα κι άκουσα την πρώτη δημοσιογραφική ερώτηση: «Ο Ερντογάν θα βγει κερδισμένος απ’ τον χαμό ή χαμένος;». Αυτοί το χαβά τους, κι εγώ τον δικό μου: «Ωρέ, ποιοι είναι καλύτερα, αυτοί που “φύγαν” ή αυτοί που μείναν;». Σωπάτε! Σωπάτε! Σαν κάτι να λέει ο ποιητής. Λορέντζος Μαβίλης: «Κι αν δεν μπορείς παρά να κλαις το δείλι / τους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν. / (Γιατί) θέλουν, μα δε βολεί να λησμονήσουν». ΕΠΙΛΟΓΟΣ: κάθε φορά που οι σεισμοί ανακατεύουν τη γη, μοιραία στην πόλη μας ξαναθυμόμαστε τα «οικεία κακά». Καθώς, λοιπόν, μεταδίδουν τα αθηναϊκά κανάλια, υπάρχει ένα νήμα που συνδέει το «σήμερα» της Τουρκίας και Συρίας με το αιγιώτικο 1995. Τότε, στη γιγαντιαία επιχείρηση διάσωσης του μικρού Αντρέα στην πόλη μας, πρωταγωνίστησε ο υψηλόβαθμος πυροσβέστης Παναγιώτης Νίκας, που όλοι θαυμάσαμε και τιμήσαμε, όχι μόνο για την επαγγελματική του πληρότητα και την αυτοθυσία του, αλλά και για τη μετριοφροσύνη και το ήθος του. Τούτες τις ώρες, ο γιος του Παναγιώτη Νίκα, ο Κωνσταντίνος Νίκας, βαθμοφόρος κι αυτός της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, σώζει ζωές μέσα από τα συντρίμμια της Αντιόχειας. Το πρωί έβγαλε έναν άλλον «Αντρέα», με την ίδια αυτοθυσία και μετριοφροσύνη που του κληροδότησε ο πατέρας του. Δεν είναι υπέροχο; Από κάτι τέτοια, ο μέγας φυσικός Νεύτων διέγνωσε και διατύπωσε το νόμο της βαρύτητας, που προφητεύει ότι το μήλο κάτω απ’ τη μηλιά θα πέσει.
Όμορφες, υγιείς, συγκινητικές και πραγματικές ιστορίες, που τις έχουμε τόση ανάγκη, μέσα σ’ έναν κόσμο που όλο και σήπεται. Όλο και ζέχνει.