Κώστας Βελαώρας: “Μια ιδιαίτερη συνέντευξη”

Μολονότι  η περίοδος που διάγουμε έχει περιεχόμενα βιβλικών διαστάσεων (εξουθενωτικές τιμές ρεύματος, απελπιστική ακρίβεια, πόλεμος, απειλή πυρηνικού ολοκαυτώματος), όμως το ζήτημα με τα τρία νεκρά παιδιά στη γειτονική Αχαϊκή πρωτεύουσα μένει επί μήνες στην κορυφή της επικαιρότητας. Όχι τυχαία. Γιατί είναι απ΄ τα θέματα ψυχής που ταλαιπωρούν – πλην της συλλογικής – την ατομική συνείδηση, γιατί όλοι μας κρατιόμαστε – ως νόημα ζωής – από τα αγγελούδια μας. Ως εκ τούτου, η άκρη πρέπει να βρεθεί.

Του Κώστα Βελαώρα

Στο κάτω –  κάτω, δεν είμαστε επιστημονικά και τεχνολογικά στα 1940, αλλά στα 2022, με απίθανα εργαλεία και τεχνικές ανάγνωσης του “όντως όντος” , όπως ηλεκτρονικές και ψηφιακές συσκευές καταγραφής, μέσα ανάλυσης, εξειδικευμένες δυνατότητες  παρεμβάσεων στα ίχνη του σώματος, και πολλά άλλα, ακόμα και ανιχνευτές της αλήθειας.

Σε σχέση με το τελευταίο (ανιχνευτές αλήθειας), μου έρχεται στο μυαλό μια αρχαία προσωπική μου “περιπέτεια”, και θα την αφηγηθώ, έτσι για μια γεύση από τα περασμένα. Γυρίζω 51 ολόκληρα χρόνια πίσω. Επειδή μάλιστα σήμερα, κατά μυστηριώδη σύμπτωση (πριν από δυο ώρες το έμαθα), κηδεύεται και ο διοικητής μου στη Σχολή Υποψηφίων Εφέδρων Αξιωματικών Πυροβολικού, Δημήτριος Αρβανίτης, από τη Ροδοδάφνη Αιγίου, συνταγματάρχης τότε και κατοπινός στρατηγός, εξαιρετικός και ως  αξιωματικός και ως άνθρωπος – σε μένα δε, στη διάρκεια της σχολής φέρθηκε πολύ γενναιόδωρα και με συμπατριωτικό πατριωτισμό – αφιερώνω στη μνήμη του το παρόν κείμενο και εύχομαι να περάσει καλά στο τελευταίο μακρύ ταξίδι του. Τον αποχαιρετώ με συγκίνηση! “Ημιανάπαυσις! Ανάπαυσις!”, και συνεχίζω:

Την πρώτη εβδομάδα που στρατεύτηκα, στα 1971, έπαθα ένα ατύχημα, και χρειάστηκε να χειρουργηθώ στην ορθοπαιδική κλινική του Στρατιωτικού Νοσοκομείου 401, στην Αθήνα. Έτσι κι έγινε. Παρένθεση: θυμάμαι ότι μετά την επέμβαση κάθισα 20 μέρες ακίνητος στο κρεβάτι, 20 μέρες σηκώθηκα και μισοπερπατούσα και 20 μέρες υποβαλλόμουν σε φυσικοθεραπεία. Άθροισμα: 60 μέρες, όλα εντός του νοσοκομείου. Έπειτα πήρα εξιτήριο και άδεια δύο μηνών. Σύνολο: 120 μέρες. Στον καιρό μας, την ίδια εγχείρηση την κάνεις σήμερα, βγαίνεις αύριο, και μεθαύριο ξαναρχίζεις, με προφυλάξεις, τις όποιες δραστηριότητες! Κλείνει η παρένθεση. Μετά το χειρουργείο, λοιπόν, κάποια στιγμή με μετέφεραν στο κρεβάτι μου. Ο θάλαμος ήταν πολύ μεγάλος και είχε γύρω στους 15 νοσηλευόμενους. Περίπου για ένα εικοσιτετράωρο διέτρεχα την απόσταση από το λήθαργο στην αφύπνιση, διότι τότε η νάρκωση γινόταν μια κι έξω, με δόση λέοντος, γιατί δεν υπήρχε, φαντάζομαι, η δυνατότητα σταδιακής και συμπληρωματικής δόσεως, αλλά μπορεί να κάνω και λάθος. Πάντως, εγώ για ένα ημερόνυχτο έβλεπα αστεράκια.

Την τρίτη ημέρα ήμουν πια εντάξει ως προς την διαύγεια. Από τις 11 π.μ. μέχρι το γεύμα, γύρω στις 12, σύμφωνα με το πρόγραμμα, είχαμε ελεύθερη συζήτηση μέσα στο θάλαμο κι απ’  τα κρεβάτια μας. Και λέγαμε διάφορα. Και ανέκδοτα και σοβαρά θέματα και προσωπικές αφηγήσεις και κοινωνικά και άλλα τινά. Και, σαφώς, πιο πολύ τα ερωτικά. Νεαροί ήμασταν, αντροπαρέα ήμασταν, τι να λέγαμε; Τούτη η φορά, όμως, ήταν για μένα “εν αιθρία κεραυνός”. 

Συγκεκριμένα, ένας που ήταν σαν άτυπος ομαδάρχης, πιθανόν ο πιο παλιός του θαλάμου, κράτησε στο χέρι ένα χαρτί και άρχισε να λέει: “Τώρα, φίλοι και συστρατιώτες,  θα ακούσουμε το “κατά Κάπα Βήτα (ονοματεπώνυμο) ευαγγέλιον” . Παρακαλώ, ησυχία!”. Και άρχισε να διαβάζει: πού γεννήθηκα, πού πήγα σχολείο, πόσα αδέρφια έχω, ποιο είναι το όνομα της “σχέσης”, πού και πώς γνωριστήκαμε, πού και πώς συναντιόμασταν, και δεκάδες άλλες λεπτομέρειες, με ακρίβεια κόμματος. Και σκανδαλώδεις λεπτομέρειες. Συγχρόνως, η αίθουσα συμμετείχε με τα ανάλογα σχόλια και επιφωνήματα. Κανονικό ξεγύμνωμα! Τα άκουγα και δεν πίστευα στα μάτια μου και στ’  αυτιά μου.

Τι είχε συμβεί; Μου εξήγησαν ότι στο στάδιο που ο λήθαργος ατονεί κι αρχινάει η αφύπνιση, ο ναρκωμένος απαντά στην οποιαδήποτε ερώτηση και, εν αγνοία του, αποκαλύπτει τα πάντα. Με το νι και με το σίγμα. Και τα πλυμένα και τ΄ άπλυτα. Κυρίως τα δεύτερα, γιατί αυτά ήταν τα νόστιμα. Και συμπλήρωσαν ότι υπάρχει “θεσμός”, από καθέναν που περνάει απ’ αυτό το στάδιο, οι ομοιοπαθείς και συμπάσχοντες του θαλάμου, μόλις αυτός διακομισθεί στο κρεβάτι του, να του παίρνουν “συνέντευξη”, και αυτή να αναγιγνώσκεται erga omnes και με κάθε επισημότητα. Και  να γελάει κάθε πικραμένος. Όπως είχε γίνει με έκαστον εξ αυτών, όπως έγινε τώρα και με μένα.

Αυτή είναι μια από τις αξιομνημόνευτες στρατιωτικές αναμνήσεις μου, κι αν δεν την είχα βιώσει ο ίδιος, δεν θα την πίστευα, αλλά το £ζησα και ξέρω πως είναι ακριβώς έτσι. Φυσικά, αυτό το διηγήθηκα ορμώμενος από την υπόθεση Πισπιρίγγου. Όμως, δεν υπονοώ τίποτα και δε λέω να εφαρμοστεί το ίδιο στην περίπτωσή της, γιατί δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τέτοιες πρακτικές εμπεριέχουν τον ναζιστή Γκαίμπελς κι όλο το σόι του Γ΄ Ράιχ, και ότι με την ενεργοποίηση τέτοιων μεθοδεύσεων ανοίγει ο ασκός του  Αιόλου, και έκτοτε κανείς δεν ξέρει πόσα και ποια τέρατα θα βγουν απ£ αυτόν και θα μπουν στις κοινωνίες μας. Από την άλλη,  όμως, με κάποιον τρόπο η γλώσσα πρέπει να λυθεί. Μισό αιώνα πριν, γινόταν έτσι. Τώρα ας γίνει αλλιώς. Νομικά και ανθρωπιστικά, ασφαλώς, με τρόπο άμεμπτο. Δηλαδή, πώς; Αυτοί θα το βρουν, εμείς θα τους πούμε;   

 

Από την έντυπη έκδοση “ΤΥΠΟΣ ΤΗΣ ΑΙΓΙΑΛΕΙΑΣ”