Δικηγόροι και δικολάβοι

Παρακολουθώ με κατάπληξη τις δηλώσεις των δύο προβεβλημένων δικηγόρων που έχουν αναλάβει την υπεράσπιση Καϊλή και Πισπιρίγκου, των κ.κ. Κούγια και Δημητρακόπουλου, χιαστί. Και οι δύο υποθέσεις είναι σχεδόν «δεμένες», αλλά την τελευταία λέξη θα την πει η Δικαιοσύνη.

Του Κώστα Βελαώρα
Από τη στήλη “Εγώ σου λέω τον πόνο μου,
κι εσύ μου γράφεις «γράψ΄ τα», στην εφημερίδα “ΤΥΠΟΣ ΤΗΣ ΑΙΓΙΑΛΕΙΑΣ”

Πάντως, η θέση των κατηγορουμένων είναι εφιαλτική. Οι κατηγορίες είναι τόσο ηχηρές (τριπλή παιδοκτονία για τη μία / απάτη μεγατόνων για την άλλη, με διεθνή αντίκτυπο και για τις δύο, και με πολιτικές ευρωπαϊκές προεκτάσεις για την πρώτη), που από τους κύκλους και των δυο γυναικών θα περίμενε κάποιος χαμηλό προφίλ και μετριοπαθείς κουβέντες.

Παρά ταύτα, και οι δύο συνήγοροι υπεράσπισης είναι συνεχώς στα κάγκελα. Σωστοί δικολάβοι. Ιδιαίτερα ο δεύτερος απειλεί, τρομοκρατεί, οργιάζει. Λένε  τόσο χονδροειδή και προφανή ψέματα και είναι τόσο θρασείς στις σχετικές διατυπώσεις τους, που απορείς πού το πάνε. Εδώ υπάρχουν σωρός από ιατροδικαστικές εξετάσεις που «δείχνουν» τη Ρούλα, χαρτόσουκα με «ρευστό» που καίνε την Εύα, αλλά, όπως τα λένε οι δύο συνήγοροι, το επόμενο βήμα θα είναι να … υποβάλλουν αίτημα αγιοποίησης για τις πελάτισσές τους. Εντάξει, «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», όπως διακήρυττε η Καθολική Εκκλησία, για να γιομίζουν τα παπικά ταμεία, κι αντιστοίχως κι εδώ «είναι πολλά τα λεφτά» για τους δυο συνήγορους κι ας προστεθεί και  το γόητρο, αλλά όλα έχουν ή πρέπει να έχουν ένα όριο. Γιατί δεν είναι αυτός ο ρόλος του δικηγόρου. Η δουλειά του είναι να συνδράμει με τις εξειδικευμένες γνώσεις του Δικαίου και με την ακρίβεια του δικανικού λόγου στην κατανόηση από τα μέλη του δικαστηρίου τόσο όλων των πτυχών που αφορούν στη συγκεκριμένη υπόθεση, όσο και στις «γωνίες» της προσωπικότητας των αντιδίκων.

Επειδή έχουμε, από το ένα μέρος, μια πολυδαίδαλη νομοθεσία, κι από το άλλο μέρος, μια Λερναία Ύδρα διοικητικών αρχών κι εξουσίας, ο πολίτης, και κυρίως ο αμέτοχος μιας κάποιας παιδείας, έχει ανάγκη έναν επαγγελματία νομικό συμπαραστάτη, όχι για να συσκοτίσει ο τελευταίος και να συγκαλύψει, αλλά για να αποκαλύψει. Κι ο πιο αδίστακτος δράστης, κι ο πιο βδελυρός εγκληματίας, έχει και φωτεινά σημεία στον χαρακτήρα του και βάσιμους λόγους πιθανόν για τη «δεύτερη ευκαιρία». Αυτά θα βγάλει ο δικηγόρος. Αυτό είναι το έργο του: να αντιπαραθέσει, να σημειώσει, να φωτίσει, να δικαιολογήσει, να επεξηγήσει, να ανοίξει τις όποιες χαραμάδες φωτός σε μιαν άγρια νύχτα. Ναι, και να «χειραγωγήσει» το συναίσθημα των κριτών και να συγκινήσει. Κι αυτό μέσα στο έργο του είναι. Με το δεδομένο μάλιστα ότι τα κακουργήματα εκδικάζονται σε πρώτο βαθμό από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο, τουτέστιν από μισο – λαϊκά δικαστήρια, αφού η σύνθεσή τους περιλαμβάνει όχι μόνον τακτικούς δικαστές, αλλά και μέλη της κοινωνίας (ενόρκους), στη δικαστική απόφαση παρεμβαίνει ως ένα βαθμό κι ο ψυχολογικός παράγοντας.

Όταν ήμουν φοιτητής στην Αθήνα, θυμάμαι που μου άρεσαν και παρακολουθούσα πολλές δίκες. Το δικαστικό μέγαρο ήταν μια ανάσα από τη σχολή μου. Ξενύχτησα για υποθέσεις που εκείνα τα χρόνια έκαναν αίσθηση. Άκουσα θρυλικές αγορεύσεις, από μεγάλα ονόματα. Κάποτε δικαζόταν μια μάνα από την Αιτωλοακαρνανία, γιατί είχε σκοτώσει με ένα κοφτερό αντικείμενο (νομίζω, τσεκούρι) την κόρη της, τη στιγμή που την έπιασε επ’ αυτοφώρω με τον φίλο της, στο λιοστάσι δίπλα από το σπίτι. Ο δικηγόρος της κατηγορουμένης λεγόταν Μπαμπάκος, και λογαριαζόταν στους πιο γνωστούς και διακεκριμένους. Ήταν λίγο μετά τα μέσα της δεκαετίας ’60, όταν ακόμα εξουσίαζαν οι παλαιικές κοινωνικές αυστηρές αντιλήψεις, συγχρόνως, όμως, έκανε τα πρώτα βηματάκια και ο νέος κώδικας της πιο χαλαρής και φιλελεύθερης σκέψης. Το κλίμα μέσα στην αίθουσα ήταν ομοθυμαδόν κατά της φόνισσας. Ο Μπαμπάκος έκανε μια τόσο εμπεριστατωμένη ανάλυση για τις ακραίες συντηρητικές αντιλήψεις που διείπαν διαχρονικά την ελληνική αγροτική κοινωνία και για το νομοτελειακό βαθύ ρίζωμά τους στο μεδούλι και στις ψυχές των κατοίκων, και μίλησε τόσο πειστικά για το δικαίωμα – ακόμα και – της παιδοφόνισσας μάνας – που ωστόσο δεν σκοτώνει τη θυγατέρα της από προσωπική ελεύθερη επιλογή, αλλά από εγγεγραμμένη μέσα της μακραίωνη κοινωνική επιβολή κι επιταγή – να διαθέσει το υπόλοιπο της ζωής της στην, με οποιοδήποτε τρόπο, περιποίηση της νεκρής κόρης της (πλένοντας και στολίζοντας τον τάφο της), που δάκρυσε όλο το ακροατήριο.

Δεν έχω συγκρατήσει το ακριβές δικαστικό αποτέλεσμα, ήταν όμως το καλύτερο από τα πιθανά ενδεχόμενα, γιατί θυμάμαι που ο Μπαμπάκος, μετά την απόφαση, δεχόταν απανωτά συγχαρητήρια.