Επενδύουν στις Βιομηχανίες που Μειώνουν τους Ρύπους

Δύσκολα φαντάζεται κανείς τους πιστωτές μεγάλων βιομηχανικών κολοσσών να έχουν περιβαλλοντικές ευαισθησίες και μάλιστα να τις θέτουν πάνω από το κέρδος. Ενας διορατικός επενδυτής, όμως, μπορεί να θεωρεί ότι η προστασία του περιβάλλοντος μπορεί να αποβαίνει πιο επικερδής από την περιβαλλοντική μόλυνση.

Φαίνεται πως μια τέτοια ιδέα συνέλαβαν ορισμένοι επενδυτές που δεν συντάσσονται απλώς με τη γενικότερη κινητοποίηση για τη μείωση των εκπομπών καυσαερίων αλλά λαμβάνουν δυναμικές πρωτοβουλίες. Ανάμεσά τους, συνταξιοδοτικά ταμεία που περιορίζουν διαρκώς την έκθεσή τους σε ρυπογόνες βιομηχανίες ή θέτουν όρο στους επίδοξους δανειολήπτες τους να μειώσουν τις εκπομπές καυσαερίων κατά τρόπο προσοδοφόρο. Και το αποτέλεσμα είναι να συμμορφώνονται όλο και περισσότεροι βιομηχανικοί κολοσσοί.

Στην αρχή της εβδομάδας, ένα από τα πλέον ηχηρά ονόματα του πετρελαϊκού κλάδου, η Royal Dutch Shell, δεσμεύθηκε όχι μόνον να μειώσει τις εκπομπές καυσαερίων αλλά να θέσει συγκεκριμένους στόχους το 2019 και να εξαρτήσει τις αμοιβές των υψηλόβαθμων στελεχών της από την επίτευξη των στόχων αυτών. Δύο ημέρες αργότερα, η μεγαλύτερη στον κόσμο ναυτιλιακή μεταφοράς φορτίου, η δανική Moller Maersk, δεσμεύθηκε να μηδενίσει τις εκπομπές ρύπων μέχρι το 2050. Στόχος ιδιαίτερα φιλόδοξος, δεδομένου ότι η Maersk επιβαρύνει σε δυσανάλογα μεγάλο βαθμό το περιβάλλον, όπως και όλα τα πλοία μεταφοράς φορτίου. Τα πλοία μεταφοράς φορτίου χρησιμοποιούν ως καύσιμο ένα υποπροϊόν του αργού, φθηνότερο αλλά πολύ πιο ρυπογόνο από το πετρέλαιο και από τη βενζίνη, και ευθύνονται περίπου για το 3% των εκπομπών καυσαερίων παγκοσμίως. Τον Οκτώβριο, η ExxonMobil αποφάσισε να χορηγήσει 1 εκατ. δολάρια σε ομάδα πίεσης που ζητεί την επιβολή φόρου στις εκπομπές καυσαερίων. Και πριν από ένα χρόνο, στα τέλη Νοεμβρίου του 2017, οκτώ ενεργειακοί κολοσσοί, οι ExxonMobil, Shell, BP, ENI, Repsol, Statoil, Total και Wintershall, υποσχέθηκαν να μειώσουν περαιτέρω τις εκπομπές μεθανίου στις μονάδες τους φυσικού αερίου ανά τον κόσμο. Υποσχέθηκαν μάλιστα να ενθαρρύνουν προς την ίδια κατεύθυνση τις υπόλοιπες βιομηχανίες που δραστηριοποιούνται στην αλυσίδα του φυσικού αερίου. Δεν πρόκειται, βέβαια, για φιλοτιμία αυτών των επιχειρήσεων, αλλά για αλλαγή στρατηγικής υποκινούμενη από αμιγώς οικονομικά ελατήρια. Εν ολίγοις, υφίστανται πιέσεις από τους επενδυτές και πιστωτές τους που, για να τους δανείσουν, απαιτούν να μειώσουν τις εκπομπές καυσαερίων και μάλιστα να θέσουν συγκεκριμένους και δεσμευτικούς στόχους. Ενδεικτική είναι η περίπτωση της Shell που υπέστη συστηματικές πιέσεις από επενδυτές, μεταξύ των οποίων από την Εκκλησία της Αγγλίας και από την ολλανδική επενδυτική Robeco. Αιτία ήταν ότι δεν θεωρούσαν ικανοποιητική την ασαφή υπόσχεσή της ότι «φιλοδοξεί» να μειώσει τις εκπομπές καυσαερίων μέχρι το 2050. Πρόκειται για ένα είδος «κινήματος» των επενδυτών που έχει αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια και άρχισε να επεκτείνεται από το 2011. Από τον Απρίλιο του 2011 έχει μάλιστα ανακοινωθεί το «σχέδιο δημοσιοποίησης των επιπέδων άνθρακα» (Carbon Disclosure Project) ή CDP, πρωτοβουλία 34 θεσμικών επενδυτών με περιουσιακά στοιχεία άνω των 7,6 τρισ. δολαρίων, ανάμεσα στους οποίους οι Aviva Investors, CCLA Investment Mnagement και Scottish Widows Investment Partnership. Οταν παρουσίασε την εν λόγω πρωτοβουλία ιδρυτικό στέλεχος της Aviva Investors προέβλεψε πως το «κόστος των εκπομπών καυσαερίων θα ενσωματωθεί στις ροές κεφαλαίου των επιχειρήσεων και στον υπολογισμό της κερδοφορίας τους».

Είσοδος τραπεζών με πράσινα ομόλογα και συνταξιοδοτικών ταμείων

Τον Ιανουάριο ιδρύθηκε με τη στήριξη θεσμικών επενδυτών όπως η SAP και βιομηχανιών όπως η Danone και η Schneider Electric το αμοιβαίο κεφάλαιο Livelihoods Carbon Fund. Σχεδιάζει επενδύσεις ύψους 118 εκατ. δολαρίων με απώτερο στόχο τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα κατά 25 εκατ. τόνους σε χρονοδιάγραμμα 20 ετών. Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται επενδύσεις πολλών συνταξιοδοτικών ταμείων, καθώς το βρετανικό Hackney αποφάσισε το καλοκαίρι αναδιάρθρωση του χαρτοφυλακίου του και τοποθέτηση του 10% των κεφαλαίων του σε ένα νέο ταμείο και το MSCI Low Carbon Target Fund έχει στόχο την ελαχιστοποίηση των εκπομπών καυσαερίων. Εδώ και τρία χρόνια, άλλωστε, το δεύτερο σε μέγεθος συνταξιοδοτικό ταμείο της Ολλανδίας, το PFZW, έχει αρχίσει να εκποιεί τις επενδύσεις του σε εταιρείες με μεγάλες εκπομπές καυσαερίων και κοντεύει να τις περιορίσει κατά το ήμισυ, όπως έχει θέσει στόχο για το 2020.

Παράλληλα, αναπτύσσεται δυναμικά η αγορά των «πράσινων ομολόγων», καθώς όλο και περισσότερες από τις μεγάλες τράπεζες εκδίδουν πλέον χρέος αυτού του είδους. Πριν από περίπου ένα χρόνο, στα μέσα Νοεμβρίου του 2017, η Barclays εξέδωσε το πρώτο πράσινο ομόλογο βρετανικής τράπεζας και άντλησε πάνω από 2 δισ. ευρώ. Το εν λόγω ομόλογο εκδόθηκε για να αναχρηματοδοτήσει στεγαστικά δάνεια για κατοικίες με χαμηλή κατανάλωση ορυκτών καυσίμων, ενώ η τράπεζα δεσμεύθηκε πως δεν πρόκειται να το χρησιμοποιήσει ως υποθήκη σε οποιαδήποτε άλλη συμφωνία. Σύμφωνα με τον Ζαν Μαρκ Μερσιέ, υψηλόβαθμο στέλεχος της HSBC, η αγορά πράσινων ομολόγων αναπτύσσεται γρήγορα και σε παγκόσμιο επίπεδο. Σύμφωνα με την εταιρεία δεδομένων Dealogic, μέχρι τα τέλη του 2017 οι εκδόσεις πράσινων ομολόγων είχαν φθάσει περίπου στα 88 δισ. ευρώ παγκοσμίως. Είχαν προηγηθεί εκδόσεις ύψους περίπου 70 δισ. ευρώ το 2016. Το 2016 ήταν η χρονιά που σημείωσε εκπληκτική επιτυχία το πρώτο πράσινο ομόλογο που εξέδωσε τουρκική τράπεζα. Ηταν η Τράπεζα Βιομηχανικής Ανάπτυξης της Τουρκίας (TSKB) που άντλησε 300 εκατ. δολάρια και η ζήτηση υπερκάλυψε την έκδοση 13 φορές. Κι αυτό γιατί προσείλκυσε το ενδιαφέρον των επενδυτών επειδή τα κέρδη του ομολόγου θα διατεθούν για επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειες, σε σχέδια για την αποτελεσματική χρήση της ενέργειας αλλά και σε πολλούς άλλους τομείς που στοχεύουν στη μείωση των εκπομπών καυσαερίων. Από το 2014, άλλωστε, ο γερμανικός τραπεζικός κολοσσός της Deutsche Bank έχει ενταχθεί σε πρωτοβουλία 13 μεγάλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που υποστηρίζουν σειρά κανόνων για τις εκδόσεις πράσινων ομολόγων.

(«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»)